- πολύφροντις
- -ι, ΝΜΑαυτός που κατέχεται από πολλές φροντίδες, περίφροντις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φροντίς, -ίδος (πρβλ. ά-φροντις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύφροντις — full of thought fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδα — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδες — πολύφροντις full of thought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδι — πολύφροντις full of thought fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδος — πολύφροντις full of thought fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντι — πολύφροντις full of thought fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντιν — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκυλτος — ον, Μ αυτός που έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες, μέριμνες, πολύφροντις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκύλλω «ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ»] … Dictionary of Greek